Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lakˈkato]

1 λουστραρισμένος
2 γυαλισμένος
3 στιλβωμένος
4 βερνικωμένος
5 σμαλτωμένος
6 βαμμένος με μανό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laccare laccatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laburistico (επίθ.)
laburno (ουσ αρσ )
lacca (θηλ.ουσ)
laccamuffa (θηλ.ουσ)
laccare (ρ. μτβ.)
laccato (επίθ.)
laccatore (ουσ αρσ )
laccatura (θηλ.ουσ)
lacchè (ουσ αρσ )
laccia (θηλ.ουσ)
laccio (ουσ αρσ )
lacciolo (ουσ αρσ )
laccolite (θηλ.ουσ)
lacedemone (ουσ αρσ και θηλ.)
lacedemone (επίθ.)
lacerabile (επίθ.)
laceramento (ουσ αρσ )
lacerante (επίθ.)
lacerare (ρ. μτβ.)
lacerarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---