laicizzàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [lajʧidˈdzare]
1 κοσμικοποιώ (το κράτος από την εκκλησία)
2 περιορίζω την εκκλησία
3 βάζω υπό λαὶκό έλεγχο (εκκλησία)
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [lajʧidˈdzare]
1 κοσμικοποιώ (το κράτος από την εκκλησία)
2 περιορίζω την εκκλησία
3 βάζω υπό λαὶκό έλεγχο (εκκλησία)
permalink
laicizzare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android