ItalianoGreco


laicizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lajʧiddzatˈtsjone]

1 κοσμικοποίηση
2 περιορισμός του ρόλου της εκκλησίας
3 λαὶκός έλεγχος (της εκκλησίας)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---