ItalianoGreco


laidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lajˈdettsa]

1 βρομερότητα
2 μίανση
3 μιαρότητα
4 ηθική διάβρωση
5 αισχρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---