ItalianoGreco


làico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlajko]

1 δόκιμος μοναχός
2 κοσμικός (μη κληρικός)

làico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlajko]

1 λαὶκός
2 μη εκκλησιαστικός
3 κοσμικός
4 εγκόσμιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---