ItalianoGreco


macchiaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [makkjaˈjɔlo]

ιμπρεσιονιστής ζωγράφος από τη Φλωρεντία

macchiaiòlo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [makkjaˈjɔlo]

1 άγριος
2 πειρατικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---