malpensànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [,malpenˈsante]
1 ασυλλόγιστος
2 άκριτος
3 απερίσκεπτος
4 αλόγιαστος
5 απερίσκεπτος
6 απρονόητος
7 αστόχαστος
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [,malpenˈsante]
1 ασυλλόγιστος
2 άκριτος
3 απερίσκεπτος
4 αλόγιαστος
5 απερίσκεπτος
6 απρονόητος
7 αστόχαστος
permalink
malpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android