ItalianoGreco


malpensànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,malpenˈsante]

1 ασυλλόγιστος
2 άκριτος
3 απερίσκεπτος
4 αλόγιαστος
5 απερίσκεπτος
6 απρονόητος
7 αστόχαστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---