ItalianoGreco


malriuscìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malriuʃˈʃito]

1 αποτυχών
2 κακοφτιαγμένος
3 τσαπατσούλικος
4 άκαρπος
5 ανεπιτυχής
6 αποτυχημένος
7 κακοδουλεμένος
8 ελαττωματικός
9 άσχημος
10 κακότεχνος
11 αντιαισθητικός
12 άτεχνος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---