mandrìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [manˈdrino]
1 άξονας
2 μεταλλική μπάρα-πυρήνας
3 άξονας στήριξης εξαρτήματος
4 άτρακτος
5 αξονίσκος
6 αξονίσκος κίνησης βαλβίδας
7 άξονας με ρουλεμάν εργαλείου
8 άξονας
9 σφιγκτήρας
10 κεφάλι σύσφιγξης τρυπανιού (τσοκ)
11 τσοκ τόρνου
12 τσοκ τοποθέτησης κοπτικών
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [manˈdrino]
1 άξονας
2 μεταλλική μπάρα-πυρήνας
3 άξονας στήριξης εξαρτήματος
4 άτρακτος
5 αξονίσκος
6 αξονίσκος κίνησης βαλβίδας
7 άξονας με ρουλεμάν εργαλείου
8 άξονας
9 σφιγκτήρας
10 κεφάλι σύσφιγξης τρυπανιού (τσοκ)
11 τσοκ τόρνου
12 τσοκ τοποθέτησης κοπτικών
permalink
mandrino (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android