officióso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [offiˈʧoso], [offiˈʧozo]
1 φιλοφρονητικός
2 περιποιητικός
3 ανεπίσημος
4 ευγενής
5 πολιτισμένος και με καλούς τρόπους
6 σεβόμενος τους άλλους
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [offiˈʧoso], [offiˈʧozo]
1 φιλοφρονητικός
2 περιποιητικός
3 ανεπίσημος
4 ευγενής
5 πολιτισμένος και με καλούς τρόπους
6 σεβόμενος τους άλλους
permalink
officioso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android