ItalianoGreco


officióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [offiˈʧoso], [offiˈʧozo]

1 φιλοφρονητικός
2 περιποιητικός
3 ανεπίσημος
4 ευγενής
5 πολιτισμένος και με καλούς τρόπους
6 σεβόμενος τους άλλους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---