ItalianoGreco


òspite  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔspite]

1 (ospitato) ο ξένος (-η), ο φιλοξενούμενος (-η)
2 (ospitante) ο οικοδεπότης, η οικοδέσποινα

òspite  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔspite]

φιλοξενούμενος (στα σπορ)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stanza [θηλ.] degli ospiti = το δωμάτιο των ξένων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---