ossèquio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛkwjo]
1 υπακοή
2 εκτίμηση
3 υποταγή
4 τιμή
5 σεβασμός
6 σέβας
7 ευλάβεια προς τους μεγαλύτερους
8 υπόληψη
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛkwjo]
1 υπακοή
2 εκτίμηση
3 υποταγή
4 τιμή
5 σεβασμός
6 σέβας
7 ευλάβεια προς τους μεγαλύτερους
8 υπόληψη
permalink
ossequio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android