ItalianoGreco


òsseo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔsseo]

1 κοκαλένιος
2 κατασκευασμένος από κόκαλο
3 οστικός
4 οστέινος
5 οστεώδης


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


midollo [αρσ.] osseo = ο μυελός των οστών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---