Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiangitóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [pjanʤiˈtore] 1 γυναίκα που θρηνεί νεκρούς 2 μοιρολογίστρα 3 μοιρολογήτρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |