ItalianoGreco


ponderàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pondeˈrare]

1 προβληματίζομαι
2 ζυγίζω με το μυαλό
3 αναλογίζομαι
4 μελετώ βαθιά και σοβαρά
5 αναμετρώ
6 ζυγίζω
7 σκέφτομαι πολύ ξανά
8 σταθμίζω
9 διαλογίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---