Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccòlta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔlta]

1 (di prodotti) η συγκομιδή
2 (collezione) η συλλογή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccoglitore raccoltamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
raccoglimento (ουσ αρσ )
raccogliticcio (ουσ αρσ )
raccogliticcio (επίθ.)
raccoglitore (αρσ. επίθ και ουσ)
raccolta (θηλ.ουσ)
raccoltamente (επίρ.)
raccolto (ουσ αρσ )
raccolto (επίθ.)
raccomandabile (επίθ.)
raccomandante (ουσ αρσ )
raccomandante (επίθ.)
raccomandare (ρ. μτβ.)
raccomandarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccomandata (θηλ.ουσ)
raccomandatario (ουσ αρσ )
raccomandato (ουσ αρσ )
raccomandato (επίθ.)
raccomandatorio (επίθ.)
raccomandazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---