raccòlto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔlto]
η συγκομιδή
raccòlto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔlto]
1 κουλουριασμένος
2 σκυμμένος
3 απορροφημένος
4 συγκεντρωμένος
5 καλλιεργημένος
6 συσσωρευμένος
7 μαζεμένος
8 άνετος
9 βολικός
10 αναπαυτικός
11 σταθερός
12 προσηλωμένος
13 ήσυχος και γεμάτος προσήλωση
14 ήρεμος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔlto]
η συγκομιδή
raccòlto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔlto]
1 κουλουριασμένος
2 σκυμμένος
3 απορροφημένος
4 συγκεντρωμένος
5 καλλιεργημένος
6 συσσωρευμένος
7 μαζεμένος
8 άνετος
9 βολικός
10 αναπαυτικός
11 σταθερός
12 προσηλωμένος
13 ήσυχος και γεμάτος προσήλωση
14 ήρεμος
permalink
raccolto (ουσ αρσ )
raccolto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android