Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccomandànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rakkomanˈdante]

άνθρωπος που συνιστά κάτι

raccomandànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rakkomanˈdante]

Συνιστών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccomandabile raccomandare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccolta (θηλ.ουσ)
raccoltamente (επίρ.)
raccolto (ουσ αρσ )
raccolto (επίθ.)
raccomandabile (επίθ.)
raccomandante (ουσ αρσ )
raccomandante (επίθ.)
raccomandare (ρ. μτβ.)
raccomandarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccomandata (θηλ.ουσ)
raccomandatario (ουσ αρσ )
raccomandato (ουσ αρσ )
raccomandato (επίθ.)
raccomandatorio (επίθ.)
raccomandazione (θηλ.ουσ)
raccomodamento (ουσ αρσ )
raccomodare (ρ. μτβ.)
raccomodatura (θηλ.ουσ)
racconciare (ρ. μτβ.)
racconciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---