rìto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈrito]
1 ιεροτελεστία
2 τελετουργία
3 μυσταγωγία
4 συνήθεια
5 συνήθειο
6 τελετή
7 λειτουργία
8 έθιμο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈrito]
1 ιεροτελεστία
2 τελετουργία
3 μυσταγωγία
4 συνήθεια
5 συνήθειο
6 τελετή
7 λειτουργία
8 έθιμο
permalink
rito (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android