ItalianoGreco


ritoccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ritokˈkare]

1 επανορθώνω
2 ακουμπώ ξανά
3 κάνω τελικό φινίρισμα
4 επεξεργάζομαι πάλι
5 ρυθμίζω ξανά
6 διορθώνω
7 ρετουσάρω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---