ritoccatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ritokkaˈtura]
1 διόρθωση
2 αναπροσαρμογή
3 διασκευή
4 επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας
5 ρετούς
6 ρετουσάρισμα
7 επεξεργασία
8 αναθεώρηση
9 βελτιωμένη έκδοση
10 φινίρισμα
11 τελικό φινίρισμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ritokkaˈtura]
1 διόρθωση
2 αναπροσαρμογή
3 διασκευή
4 επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας
5 ρετούς
6 ρετουσάρισμα
7 επεξεργασία
8 αναθεώρηση
9 βελτιωμένη έκδοση
10 φινίρισμα
11 τελικό φινίρισμα
permalink
ritoccatura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android