ItalianoGreco


ritócco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtokko]

1 διόρθωση
2 αναπροσαρμογή
3 διασκευή
4 επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας
5 ρετούς
6 ρετουσάρισμα
7 επεξεργασία
8 φινίρισμα
9 αναθεώρηση
10 βελτιωμένη έκδοση
11 τελικό φινίρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---