ItalianoGreco


sbandàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdato]

1 περιπλανώμενος άνθρωπος
2 άνθρωπος σε σύγχυση

sbandàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdato]

1 μπερδεμένος
2 αδέσποτος
3 σκορπισμένος
4 σαστισμένος
5 συγχυσμένος
6 αποπροσανατολισμένος
7 αμήχανος
8 διασκορπισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z