sbandàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdato]
1 περιπλανώμενος άνθρωπος
2 άνθρωπος σε σύγχυση
sbandàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdato]
1 μπερδεμένος
2 αδέσποτος
3 σκορπισμένος
4 σαστισμένος
5 συγχυσμένος
6 αποπροσανατολισμένος
7 αμήχανος
8 διασκορπισμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdato]
1 περιπλανώμενος άνθρωπος
2 άνθρωπος σε σύγχυση
sbandàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdato]
1 μπερδεμένος
2 αδέσποτος
3 σκορπισμένος
4 σαστισμένος
5 συγχυσμένος
6 αποπροσανατολισμένος
7 αμήχανος
8 διασκορπισμένος
permalink
sbandato (ουσ αρσ )
sbandato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android