ItalianoGreco


sbandieraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbandjeraˈmento]

1 φιγούρα
2 κυματισμός σημαιών
3 πομπώδης παρουσίαση
4 φάνταγμα
5 μόστρα
6 επίδειξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---