ItalianoGreco


sbièco  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbjɛko]

1 πλευρικός
2 έμμεσος
3 κεκλιμένος
4 παραπλανητικός
5 στρεβλός
6 πλάγιος
7 στραβός
8 λοξός
9 πλαγιαστός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z