ItalianoGreco


sbigottìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbigotˈtito]

1 τρομοκρατημένος
2 αμήχανος
3 μπερδεμένος
4 έντρομος
5 κατάπληκτος
6 σοκαρισμένος
7 αναστατωμένος
8 ενεός
9 φοβισμένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sono rimasto sbigottito = τα 'χασα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z