ItalianoGreco


scacciapensièri  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,skatʧapenˈsjɛri]

1 απασχόληση να περνά η ώρα
2 χόμπι
3 αναψυχή
4 όργανο μουσικό σαν μικρή λύρα
5 ενασχόληση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z