ItalianoGreco


scàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskakko]

1 πιόνι σκακιού
2 πλήρης συγκράτηση
3 τετραγωνίδιο σκακιέρας
4 σκάκι
5 ήττα
6 απώλεια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scacchi = καρό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z