scagliàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎare]
εκσφενδονίζω
scagliarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎarsi]
1 θρυμματίζομαι
2 ξαμώνω
3 πέφτω με βία
4 πέφτω
5 μου πέφτουν οι φολίδες
6 έχω σκλήθρες ή σχίζες
7 ξεχύνομαι
8 χιμώ
9 κινούμαι βιαστικά
10 εφορμώ
11 ορμώ
12 ξαμολιέμαι
13 επιτρέχω
14 αμολιέμαι
15 ρίχνομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎare]
εκσφενδονίζω
scagliarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎarsi]
1 θρυμματίζομαι
2 ξαμώνω
3 πέφτω με βία
4 πέφτω
5 μου πέφτουν οι φολίδες
6 έχω σκλήθρες ή σχίζες
7 ξεχύνομαι
8 χιμώ
9 κινούμαι βιαστικά
10 εφορμώ
11 ορμώ
12 ξαμολιέμαι
13 επιτρέχω
14 αμολιέμαι
15 ρίχνομαι
permalink
scagliare (ρ. μτβ.)
scagliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android