ItalianoGreco


scaglionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaʎʎonaˈmento]

1 διάταξη σε στήλες (στρατού)
2 διάταξη στο χώρο
3 δημιουργία διαστήματος
4 κλιμάκωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z