scagnòzzo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skaɲˈɲɔttso]
1 αλμπάνης
2 αδέξιος τεχνίτης
3 της προσκολλήσεως
4 σκιτζής
5 τσάτσος
6 παράσιτο
7 σελέμης
8 τσιράκι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skaɲˈɲɔttso]
1 αλμπάνης
2 αδέξιος τεχνίτης
3 της προσκολλήσεως
4 σκιτζής
5 τσάτσος
6 παράσιτο
7 σελέμης
8 τσιράκι
permalink
scagnozzo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android