ItalianoGreco


scagnòzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaɲˈɲɔttso]

1 αλμπάνης
2 αδέξιος τεχνίτης
3 της προσκολλήσεως
4 σκιτζής
5 τσάτσος
6 παράσιτο
7 σελέμης
8 τσιράκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z