schiacciaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skjatʧaˈmento]
1 στύψιμο
2 κομμάτιασμα
3 μπλοκάρισμα
4 λιώσιμο
5 λιώμα
6 μάγκωμα
7 ενσφήνωση
8 σύνθλιψη
9 ζούληγμα
10 θραύση
11 πολτοποίηση
12 χυλοποίηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skjatʧaˈmento]
1 στύψιμο
2 κομμάτιασμα
3 μπλοκάρισμα
4 λιώσιμο
5 λιώμα
6 μάγκωμα
7 ενσφήνωση
8 σύνθλιψη
9 ζούληγμα
10 θραύση
11 πολτοποίηση
12 χυλοποίηση
permalink
schiacciamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android