ItalianoGreco


schiacciànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skjatˈʧante]

1 αδιαφιλονίκητος
2 ακατάργητος
3 ομολογούμενος
4 αναντίρρητος
5 αναμφισβήτητος
6 δυσβάστακτος
7 συνθλιπτικός
8 υπερβολικός
9 εξουθενωτικός
10 συντριπτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---