ItalianoGreco


screanzàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skreanˈtsato]

1 αγροίκος
2 γομάρι
3 άξεστος άνθρωπος

screanzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skreanˈtsato]

1 αγενής
2 αγροίκος
3 απρεπής
4 κακοαναθρεμμένος
5 ανάγωγος
6 στερούμενος τρόπων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---