screditàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtare]
1 διαβάλλω
2 συκοφαντώ
3 σπιλώνω
4 δυσφημώ
5 δίνω κακές συστάσεις για κάποιον
6 κακοχαρακτηρίζω κάποιον
7 αφαιρώ το κύρος ή την αξιοπιστία κάποιου
screditarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtarsi]
1 δυσφημίζομαι
2 σπιλώνομαι
3 κακοχαρακτηρίζομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtare]
1 διαβάλλω
2 συκοφαντώ
3 σπιλώνω
4 δυσφημώ
5 δίνω κακές συστάσεις για κάποιον
6 κακοχαρακτηρίζω κάποιον
7 αφαιρώ το κύρος ή την αξιοπιστία κάποιου
screditarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtarsi]
1 δυσφημίζομαι
2 σπιλώνομαι
3 κακοχαρακτηρίζομαι
permalink
screditare (ρ. μτβ.)
screditarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android