Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


screditàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtare]

1 διαβάλλω
2 συκοφαντώ
3 σπιλώνω
4 δυσφημώ
5 δίνω κακές συστάσεις για κάποιον
6 κακοχαρακτηρίζω κάποιον
7 αφαιρώ το κύρος ή την αξιοπιστία κάποιου

screditarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtarsi]

1 δυσφημίζομαι
2 σπιλώνομαι
3 κακοχαρακτηρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  screanzato screditato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scozzonatura (θηλ.ουσ)
scozzone (ουσ αρσ )
scranna (θηλ.ουσ)
screanzato (ουσ αρσ )
screanzato (επίθ.)
screditare (ρ. μτβ.)
screditarsi (ρ.μ. (αντων.))
screditato (επίθ.)
scredito (ουσ αρσ )
scremare (ρ. μτβ.)
scremato (επίθ.)
scrematrice (θηλ.ουσ)
scrematura (θηλ.ουσ)
screpolare (ρ.αμτβ.)
screpolare (ρ. μτβ.)
screpolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
screpolato (επίθ.)
screpolatura (θηλ.ουσ)
screziare (ρ. μτβ.)
screziato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---