Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrìmolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskrimolo]

1 παρυφή
2 προεξοχή
3 χείλος
4 άκρο
5 άκρη
6 κράσπεδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scriminatura scristianare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scricchiolare (ρ.αμτβ.)
scricchiolio (ουσ αρσ )
scricciolo (ουσ αρσ )
scrigno (ουσ αρσ )
scriminatura (θηλ.ουσ)
scrimolo (ουσ αρσ )
scristianare (ρ. μτβ.)
scristianizzare (ρ. μτβ.)
scristianizzazione (θηλ.ουσ)
scriteriato (ουσ αρσ )
scriteriato (επίθ.)
scritta (θηλ.ουσ)
scritto (ουσ αρσ )
scritto (επίθ.)
scrittoio (ουσ αρσ )
scrittore (ουσ αρσ )
scrittorio (αρσ. επίθ και ουσ)
scrittrice (θηλ.ουσ)
scrittura (θηλ.ουσ)
scritturabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---