ItalianoGreco


scriteriàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skriteˈrjato]

1 ανόητος άνθρωπος
2 αναίσθητος άνθρωπος

scriteriàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skriteˈrjato]

1 ανόητος
2 παράλογος
3 αναίσθητος
4 ανάλγητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---