Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scriteriàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skriteˈrjato]

1 ανόητος άνθρωπος
2 αναίσθητος άνθρωπος

scriteriàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skriteˈrjato]

1 ανόητος
2 παράλογος
3 αναίσθητος
4 ανάλγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scristianizzazione scritta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scriminatura (θηλ.ουσ)
scrimolo (ουσ αρσ )
scristianare (ρ. μτβ.)
scristianizzare (ρ. μτβ.)
scristianizzazione (θηλ.ουσ)
scriteriato (ουσ αρσ )
scriteriato (επίθ.)
scritta (θηλ.ουσ)
scritto (ουσ αρσ )
scritto (επίθ.)
scrittoio (ουσ αρσ )
scrittore (ουσ αρσ )
scrittorio (αρσ. επίθ και ουσ)
scrittrice (θηλ.ουσ)
scrittura (θηλ.ουσ)
scritturabile (επίθ.)
scritturale (ουσ αρσ )
scritturale (επίθ.)
scritturare (ρ. μτβ.)
scritturazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---