Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrutatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skrutaˈtore]

1 καταμετρητής ψήφων
2 εξεταστής

scrutatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skrutaˈtore]

1 λεπτομερής
2 ανακριτικός
3 επιστάμενος
4 εξονυχιστικός
5 αναλυτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrutata scrutinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scrupoloso (επίθ.)
scrutabile (επίθ.)
scrutamento (ουσ αρσ )
scrutare (ρ. μτβ.)
scrutata (θηλ.ουσ)
scrutatore (ουσ αρσ )
scrutatore (επίθ.)
scrutinare (ρ. μτβ.)
scrutinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scrutinio (ουσ αρσ )
scucire (ρ. μτβ.)
scucirsi (ρ.μ. (αντων.))
scucito (επίθ.)
scucitura (θηλ.ουσ)
scudato (επίθ.)
scuderia (θηλ.ουσ)
scudetto (ουσ αρσ )
scudiero (ουσ αρσ )
scudisciare (ρ. μτβ.)
scudisciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---