Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scucìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skuˈʧire]

1 πληρώνω
2 ξηλώνομαι (για χρήμα)
3 ξηλώνω
4 ξετρυπώνω (ρούχο)

scucirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skuˈʧirsi]

ξηλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrutinio scucito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scrutatore (ουσ αρσ )
scrutatore (επίθ.)
scrutinare (ρ. μτβ.)
scrutinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scrutinio (ουσ αρσ )
scucire (ρ. μτβ.)
scucirsi (ρ.μ. (αντων.))
scucito (επίθ.)
scucitura (θηλ.ουσ)
scudato (επίθ.)
scuderia (θηλ.ουσ)
scudetto (ουσ αρσ )
scudiero (ουσ αρσ )
scudisciare (ρ. μτβ.)
scudisciata (θηλ.ουσ)
scudiscio (ουσ αρσ )
scudo (ουσ αρσ )
scuffia (θηλ.ουσ)
scuffiare (ρ.αμτβ.)
scugnizzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---