Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scuòcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwɔʧere]

ψήνομαι πολύ

scuocersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwɔʧersi]

ψήνομαι πολύ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scultura scuola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scultore (ουσ αρσ )
scultoreo (επίθ.)
scultorio (επίθ.)
scultrice (θηλ.ουσ)
scultura (θηλ.ουσ)
scuocere (ρ. μτβ.)
scuocersi (ρ.μ. (αντων.))
scuola (θηλ.ουσ)
scuolabus (ουσ αρσ )
scuotere (ρ. μτβ.)
scuotersi (ρ.μ. (αντων.))
scuotipaglia (ουσ αρσ )
scure (θηλ.ουσ)
scuretto (ουσ αρσ )
scurezza (θηλ.ουσ)
scurire (ρ.αμτβ.)
scurire (ρ. μτβ.)
scurirsi (ρ.μ. (αντων.))
scurità (θηλ.ουσ)
scuro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---