Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscuòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈskwɔla] το σχολείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmarinare la scuola = κάνω κοπάνα απ' το σχολείο || scuola [θηλ.] dell'obbligo = το υποχρεωτικό σχολείο || scuola [θηλ.] di ricupero = το φροντιστήριο || scuola [θηλ.] elementare = το δημοτικό σχολείο, το δημοτικό || scuola [θηλ.] guida = η σχολή οδηγών || scuola [θηλ.] materna = το νηπιαγωγείο || scuola [θηλ.] media = το γυμνάσιο || scuola [θηλ.] privata = το ιδιωτικό σχολείο || scuola [θηλ.] pubblica = το δημόσιο σχολείο || scuola [θηλ.] superiore = το λύκειο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |