Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scuòtere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwɔtere]

τινάζω, τραντάζω

scuotersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwɔtersi]

1 σειέμαι
2 σαλεύω
3 ταλαντεύομαι
4 σκαμπανεβάζω
5 λικνίζομαι
6 επαμφοτερίζω
7 αιωρούμαι
8 κουνιέμαι
9 κλονίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scuolabus scuotipaglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scultura (θηλ.ουσ)
scuocere (ρ. μτβ.)
scuocersi (ρ.μ. (αντων.))
scuola (θηλ.ουσ)
scuolabus (ουσ αρσ )
scuotere (ρ. μτβ.)
scuotersi (ρ.μ. (αντων.))
scuotipaglia (ουσ αρσ )
scure (θηλ.ουσ)
scuretto (ουσ αρσ )
scurezza (θηλ.ουσ)
scurire (ρ.αμτβ.)
scurire (ρ. μτβ.)
scurirsi (ρ.μ. (αντων.))
scurità (θηλ.ουσ)
scuro (ουσ αρσ )
scuro (επίθ.)
scurrile (επίθ.)
scurrilità (θηλ.ουσ)
scurrilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---