Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsdentàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [zdenˈtato] 1 νωδός 2 φαφούτικος 3 ο χωρίς δόντια sdentàti ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [zdenˈtati] 1 άνευ οδόντων 2 νωδά 3 ανόδοντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |