Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdilinquìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zdilinˈkwirsi]

1 λιώνω (από συναίσθημα)
2 λιποθυμώ
3 είμαι υπερβολικά συναισθηματικός
4 ατονώ
5 ζαλίζομαι
6 αποχαυνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdilinquimento sdipanare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdentare (ρ. μτβ.)
sdentato (αρσ. επίθ και ουσ)
sdentati (ουσ αρσ πληθ.)
sdentatura (θηλ.ουσ)
sdilinquimento (ουσ αρσ )
sdilinquirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sdipanare (ρ. μτβ.)
sdipanarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdirenare (ρ. μτβ.)
sdirenarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdiricciare (ρ. μτβ.)
sdoganamento (ουσ αρσ )
sdoganare (ρ. μτβ.)
sdoganato (επίθ.)
sdogare (ρ. μτβ.)
sdolcinatamente (επίρ.)
sdolcinatezza (θηλ.ουσ)
sdolcinato (επίθ.)
sdolcinatura (θηλ.ουσ)
sdoppiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---