Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsdirenàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zdireˈnare] 1 ξεπλατίζω 2 σπάζω την πλάτη κάποιου sdirenarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [zdireˈnarsi] ξεπλατίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |