ItalianoGreco


sdilinquiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zdilinkwiˈmento]

1 νωχέλεια
2 γλάρωμα
3 βαριεστιμάρα
4 υπερβολική συναισθηματικότητα
5 ζάλη
6 λιποθυμία
7 ατονία
8 αποχαύνωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---