ItalianoGreco


sdolcinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zdolʧinaˈtura]

1 γλυκερό πράγμα
2 επιτηδευμένη και γλυκανάλατη συμπεριφορά
3 τρόποι υπερβολικά διαχυτικοί
4 συμπεριφορά υπερβολικά συναισθηματική


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---