Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdoppiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zdoppjaˈmento]

1 διαχωρισμός στα δύο
2 διχασμός
3 διαίρεση στα δύο
4 διχοτόμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdolcinatura sdoppiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdogare (ρ. μτβ.)
sdolcinatamente (επίρ.)
sdolcinatezza (θηλ.ουσ)
sdolcinato (επίθ.)
sdolcinatura (θηλ.ουσ)
sdoppiamento (ουσ αρσ )
sdoppiare (ρ. μτβ.)
sdoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdorare (ρ. μτβ.)
sdottoreggiare (ρ.αμτβ.)
sdraia (θηλ.ουσ)
sdraiare (ρ. μτβ.)
sdraiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdraiato (επίθ.)
sdraio (ουσ αρσ )
sdrammatizzare (ρ. μτβ.)
sdrucciolamento (ουσ αρσ )
sdrucciolare (ρ.αμτβ.)
sdrucciolevole (επίθ.)
sdrucciolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---