Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsdoppiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zdoppjaˈmento] 1 διαχωρισμός στα δύο 2 διχασμός 3 διαίρεση στα δύο 4 διχοτόμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |