Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdraiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zdraˈjare]

1 χτυπώ στο έδαφος
2 ξαπλώνω κάποιον κάτω
3 αποθέτω
4 εναποθέτω

sdraiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zdraˈjarsi]

πλαγιάζω, ξαπλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdraia sdraiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdoppiare (ρ. μτβ.)
sdoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdorare (ρ. μτβ.)
sdottoreggiare (ρ.αμτβ.)
sdraia (θηλ.ουσ)
sdraiare (ρ. μτβ.)
sdraiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdraiato (επίθ.)
sdraio (ουσ αρσ )
sdrammatizzare (ρ. μτβ.)
sdrucciolamento (ουσ αρσ )
sdrucciolare (ρ.αμτβ.)
sdrucciolevole (επίθ.)
sdrucciolio (ουσ αρσ )
sdrucciolo (ουσ αρσ )
sdrucciolo (επίθ.)
sdrucciolone (ουσ αρσ )
sdruccioloni (επίρ.)
sdruccioloso (επίθ.)
sdrucio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---