Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdràio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzdrajo]

το ξάπλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdraiato sdrammatizzare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sedia [θηλ.] a sdraio = η σεσλών, η ξαπλώστρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdottoreggiare (ρ.αμτβ.)
sdraia (θηλ.ουσ)
sdraiare (ρ. μτβ.)
sdraiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdraiato (επίθ.)
sdraio (ουσ αρσ )
sdrammatizzare (ρ. μτβ.)
sdrucciolamento (ουσ αρσ )
sdrucciolare (ρ.αμτβ.)
sdrucciolevole (επίθ.)
sdrucciolio (ουσ αρσ )
sdrucciolo (ουσ αρσ )
sdrucciolo (επίθ.)
sdrucciolone (ουσ αρσ )
sdruccioloni (επίρ.)
sdruccioloso (επίθ.)
sdrucio (ουσ αρσ )
sdrucire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sdrucito (αρσ. επίθ και ουσ)
sdrucitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---