Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsdràio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzdrajo] το ξάπλωμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsedia [θηλ.] a sdraio = η σεσλών, η ξαπλώστρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |